Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2008

Παλιά γράμμματα



Πήραμε «κομπιούτερ»
και συνδεθήκαμε
στο «ίντερνετ»·
πήραμε και κινητό.
Μεταλλάχτηκαν
οι επιστολές μας
σε «e-mails»,
με γράμματα όμοια
κι απαράλλαχτα - ψυχρά· όχι του σχολείου.


Γυάλιζε απ’ τον ιδρώτα το μέτωπο του δασκάλου
που πάσχιζε να μας διδάξει καλλιγραφία...


Εδώ και χρόνια μηδενίσαμε τις αποστάσεις·
σήμερα, σχεδόν τις εξαφανίσαμε
και φτιάξαμε τη ζωή μας
σαν έργο επιστημονικής φαντασίας.

Το σκούρο καφέ, δερμάτινο σακίδιο του ταχυδρόμου
φούσκωσε. Γέμισε φακέλους άλλους,
με «Πληρωμένο Τέλος», χωρίς γραμματόσημα.
Γράμματα πια, δεν ξεκινούν ποτέ·
ούτ’ έρχονται ποτέ,
απ’ τα Γιάννενα, απ' τη Γερμανία,
απ’την Πετρούπολη...


Πέταξε η χαρά της καλής γραφής·
έπαψε το καρδιοχτύπι της προσμονής,
της ελπίδας, της αγωνίας...


Οι δρόμοι φαρδύνανε κι απλώθηκαν.
Τ' αυτοκίνητα, πιο δυνατά και πιο ευρύχωρα,
φτάνουν γρηγορότερα στο χωριό.
Γλυκό παράπονο στ' αυτί - σαν παραμύθι της γιαγιάς -

τ’ αλλοτινό ολοήμερο ταξίδι...

Κι όλα αυτά,
για να φτάνουμε πριν από τους άλλους,
για να μαθαίνουμε τα νέα γρηγορότερα,
για να ’μαστε εμείς οι πρώτοι.

Άλλα πράγματα προσμένουμε τώρα, άλλα ελπίζουμε,

γι άλλα αγωνιούμε, μ' άλλο χρώμα και μ' άλλο παλμό.


Παλιά γράμμματα κι εγώ διδαγμένος,
προσπερνώ (προσώρας) τα καινούρια.
Νοσταλγός τ’ αδικοχαμένου,
προσπαθώ ν' αποκτήσω Εκείνο
που δεν πωλείται.


Κάθε νέα μου σκέψη ωριμάζει αργά,

γίνεται γράμμα και το στέλνω.

Μ’ επιμονή κι ελπίδα,

συνεχίζοντας...

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

Ο Ιούδας...


Αποφάσισα κάποτε να δώσω την ευκαι­ρία στον «Ιούδα που φιλούσε υπέροχα» να μου αποδείξει την αξία του. Να καταλάβω επιτέλους, τι το αξιόλογο, τι το δια­φορετικό έχει αυτό το βι­βλίο και γιατί η τηλεόρα­ση το έκανε σίριαλ. Ήταν τόσο καλό, που έπρεπε να το δει όλη η Ελλά­δα σε… εμπορικές συνέχειες, λίγο – λίγο, όπως το φαρμάκι;
Όταν έκλεισα το βιβλίο, αισθάνθηκα ά­δειος. Το κοίταξα, με κοίταξε κι εκείνο και ο «Ιούδας» έβγαλε τη γλώσσα του και με περιέπαιζε:

- Την πάτησες...

- Με πρόδωσες…

Άλλη μία ιστορία αγάπης από αυτές που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε και να ακούμε. Άλλη μία πρωταγωνίστρια που χρησιμοποίησε το πανούργο μυαλό της με «κατινίστικο» τρόπο - ας με συγχω­ρήσουν όλες οι Κατερίνες για την από συνήθεια χρήση του ονόματος - για να την «φέρει» στον μπαγάσα σύζυγό της! Κι έπειτα η ικανοποίηση: «Μία σου και μία μου».
Πλήρης απογοήτευση. Μετά από αυτό χρειαζό­μουν ψυχολογική ανόρθωση. Χρειαζόμουν ηρε­μία Χρειαζόμουν ένα... ταξιδάκι.
Και πήρα το βιβλίο «Σαν τα τρελά πουλιά» της Μαρίας Ιορδανίδου. Μικρότερο από τον «Ιούδα», μα πόσο μεγαλύτερο! Βιβλίο μιας άλλης εποχής. Με ταξίδεψε στην Πόλη, στη Σμύρνη, στην Αλεξάν­δρεια, στην Αθήνα. Έμαθα πράγματα για την επο­χή πριν το ’50.
Αλλά, γνώρισα και το μεγαλείο της ηρωίδας, της Άννας, που, ενώ ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί της και ζούσε μέσα στην προσφυγική μιζέρια, ό­ταν ανακάλυψε ότι ο άντρας της την απατούσε, περίμενε να φάνε μαζί το μεσημέρι και έπειτα πή­γαν στην κάμαρά του και του είπε. «Ξέρω. Και τώ­ρα που το ξέρεις πως το ξέρω έλα να αποφασί­σουμε σαν δυο καλοί σύντροφοι πώς πρέπει να λύ­σουμε τα προβλήματα μας».
Τίποτε άλλο δεν είπε η ηρωίδα. Φυσικά το βιβλίο δεν έχει να κάνει με το ποιος απατάει ποιον και γιατί. Το προσπερ­νάει, θεωρώντας το ένα κομμάτι του μύθου και το αναφέρει επειδή βοηθάει την εξέλιξη.
Και μέσα σε δύο μόνο γραμμές σου δίνει το μεγαλείο της ψυχής μιας γυναίκας, που μέσα σε όλα τα προβλήματά της είχε να αντιμετωπίσει ακόμα κι αυτό! Και το καταφέρνει, με μια λογική απόλυτα ξεκάθαρη, χωρίς να είναι αυταρχική, χωρίς να επιβάλλεται και χωρίς να συγκρούεται…

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2008

ΕΤ - 47


1.100 χιλιόμετρα μακριά απ’ την πρώτη γραμμή του μετώπου κι όμως την τουφεκιά την άκουσε! Τό­σο δυνατά, που πετάχτηκε αλαφιασμένος στον ύπνο του: «Το παιδί μου!»
Δεν έχασε στιγμή. Ντύ­θηκε αμέσως, πήρε μαζί του χαρτιά, ταυτό­τητα, λεφτά και ό,τι σκέ­φτηκε εκείνη την ώρα κι έφυγε σαν αστραπή...
1.100 χιλιόμετρα! Είχε όλο τον καιρό μπροστά του, ο μεσήλικας Πέτρος Ραβούσης, να σκεφτεί, να θυμηθεί, να κρίνει όλη toy τη ζωή. Μια ζωή όλο δουλειά· απ’ τα δεκάξι του χρόνια μέσα στο ίδιο εργοστάσιο. Μια μονότο­νη ζωή που το μόνο που άλλαζε ήταν οι προαγω­γές του. Μια ζωή που ί­σως δεν είχε νόημα πια…
180 χιλιόμετρα την ώρα, 200 καμιά φορά, έτριζε τ’ αυτοκίνητο. «Να φτάσω! Να δω το γιό μου. Τον μονά­κριβό μου.» Δεν έβλεπε άλλο τίποτα· μόνο τα σύ­νορα. «Φτάνω;»
Δώδεκα ώρες δουλειά τη μέ­ρα. Εκείνη η Δευτέρα θα ήταν η μόνη μέρα, εδώ και 34 χρόνια, που θα ήταν α­δικαιολογήτως απών από την εργασία του. Ρομποτάκι σωστό, αλάνθαστο, κάθε μέρα την ίδια δου­λειά.
Υπεύθυνος παραγωγής. «Εγώ θα βάλω την υπογρα­φή μου για να φύγει το ε­μπόρευμα.»
Αν δεν υπέγραφε αυτός, τίποτα δεν έβγαινε έξω α­π’ το εργοστάσιο. «Να δουλεύουν καλά!» Αυστη­ρός με τους υφισταμέ­νους του, ήθελε την τέ­λεια δουλειά. Απαιτούσε να δίνουν οι εργαζόμενοι και την ψυχή τους ακόμα. «Δεν θέλω λάθη», φώναζε α­π’ το πρωί ως το βράδυ.
Άλλωστε και οι προϊστά­μενοί του ήταν αυστηροί μαζί του: «Δεν θέλουμε να γίνουμε ρεζίλι στους ξέ­νους. Θα πάψουν να αγο­ράζουν από μάς. Μη φύ­γει τίποτα χαλασμένο απ’ αυτά που γίνονται εξαγω­γή. Για τα δικά μας δεν πειράζει!»
Κι εκείνος έτρεχε πάνω - κάτω σ’ όλα τα πόστα για να δει, να πιάσει με τα χέ­ρια του, να ελέγξει.
«Είναι καλά; Δουλεύουν σωστά;»
Γι αυτό και η α­μοιβή του ήταν απ’ τις υ­ψηλότερες. Έκανε καλή δουλειά.
Τώρα όμως, που είχε ξε­σπάσει ο πόλεμος, τώρα όλες οι δουλειές έκοψαν. Μόνο η δική του δουλειά δε στα­μάτησε. Συνέχισε να δου­λεύει και μάλιστα, περισσότερο από πριν.
Οδηγούσε και μονολογούσε: «Ο γιος μου, ο μονάκρι­βός μου, με ρώτησε: ‘‘Γιατί μπαμπά γίνεται πόλεμος;’’ τότε, πριν δώδεκα χρόνια που ήταν οκτώ χρόνων, και του απάντησα: ‘‘Αν δεν υπάρχει ο πόλεμος, παιδί μου, δεν έχει αξία η ειρή­νη.’’ Άραγε καταλάβαινε τότε τι του έλεγα; Γρήγο­ρα να φτάσω…»
Πάταγε γκάζι να φτάσει, να δει, να μάθει. Περνού­σαν τα χιλιόμετρα και νό­μιζε πως ακόμα δεν ξεκί­νησε. Νόμιζε πως είδε ένα κακό όνειρο. Αλλά όχι, την τουφεκιά την άκουσε, κι ας ήταν 1100 χιλιόμετρα.
- Ανοίξτε! Θέλω το διοι­κητή. Πέτρος Ραβούσης απ’ το Κέντρο.
- Περάστε.
- Κύριε διοικητά, ο γιος μου που είναι;
- Δυστυχώς...
Αυτό το «Δυστυχώς» ή­ταν η δεύτερη τουφεκιά που τον βρήκε ίσια στην καρδιά.
- Τι όπλο τον χτύπησε κ. Διοικητά;
- ..........!
- Τι όπλο;
- ΕΤ-47… !
- Ώστε, δουλεύουν καλά, κύριε Δι­οικητά. Σωστά υπέγραφα! Δουλεύουν καλά…