Τετάρτη 16 Απριλίου 2008

Όμορφα που καίγονται οι θύμησες!



Χαρτιά, γράμματα, σχέδια, θύμησες μιας εποχής που πέρασε, χω­ρίς επιστροφή, όλα δι­πλωμένα σ’ ένα σημερνό χαρτί, φάκελο - «κάσα», που τα περιέχει όλα, έ­τοιμα για το μεγάλο ταξί­δι, το στερνό.
Ανηφόρα, καινούριο α­μάξι και το «θυσιαστήριο» ψηλά. Πού αλλού; Στο βουνό. Στο δικό μου βουνό. Εκεί που αρχίζουν όλα, εκεί πρέπει και να τε­λειώσουν· επιστροφή στα πατρώα εδάφη! Αλλά με άλλο σκοπό πια: το τέλος...
Εκεί, στο παλιό νταμάρι, εκεί που είναι θαμένοι τό­νοι σκουπιδιών κάτω από τόνους χωμάτων. Εκεί που τώρα μια νέα ζωή εμφανίζεται (πρασίνισε ο τόπος!). Εκεί, πάνω απ' τα σκουπίδια!
Ένα, δύο, τρία, πέντε σπίρτα και το... ολοκαύτωμα ξεκινά. Όμορφα που καίγονται οι θύμησες!
Απομακρύνομαι, για να μην καώ μαζί τους· και πάλι πλησιά­ζω για να μυρίσω, να ρουφήξω μέσα μου κάπνα πα­λιά, κάπνα πόνου και χαράς, με ίχνη μελάνης και χαρτιού ανακατεμένη, κάπνα ιδεών και σκέψεων...
Ό,τι πονάει, να φύγει. Να μη με πονάει πια. «Καείτε όλα στην πυρά... και τα καλά μαζί... όλα... Στην πυ­ρά... καείτε, καείτε...!»
Ανακατεύω μ' ένα κλαδάκι πεταμένο, ελάχιστη προσφορά του δέντρου που κόπηκε για την ευόδω­ση του ολέθριου σχεδίου μου. Για την τέλεια, την ο­λοκληρωτική καύση!
Εκεί δίπλα, το ραδιόφωνο παίζει ένα ζεϊμπέκικο για μένα μόνο! Ανοίγω την ένταση τέρμα· ποιον ενοχλώ εδώ πάνω; Χορεύω γύρω απ’ τη φωτιά, σαν να θέλω να διασκεδάσω τον πόνο μου - τον πρώτο ή το δεύτερο, δεν έχει σημασία! Χο­ρεύω φιγούρες δικές μου, αυτοσχέδιες, μοναδικές, ανύπαρκτες... Τέτοιες που δε φανταζόμουν πως ή­ξερα!
Στο μυαλό μου η μεγάλη... φωτιά του Κούρκουλου! Η δική μου μικρή και το τραγούδι άλλο. Ο σκοπός μόνο ίδιος: η λύτρωση, η κάθαρση...
Η Αθήνα όλη στα πόδια μου. Ανοίγω τα χέρια και βηματίζω χορευτικά. Όλοι οι Αθηναίοι «χτυπούν» πα­λαμάκια στο θύτη: «Μπράβο, μεγάλε…!» Απογειώνομαι. Χέρια - φτερά, πόδια - πηδάλιο, καρδιά - μηχανή και όλοι δίπλα μου, γύρω μου. Πετώ πιο ψηλά κι απ’ τον καπνό της φωτιάς που άναψα…
Κι ύστερα... το τραγούδι τέλειωσε! Προσγειώνο­μαι δίπλα στ’ αυτοκίνητο, δίπλα στη φωτιά. Τέλειω­σε κι αυτή. Ανακατεύω ξανά με το κλαδάκι, καλά - κα­λά, με μίσος κι αγάπη μαζί, να σπάσουν οι στάχτες σε χιλιάδες, εκατομμύρια, αμέτρητα κομματάκια καμέ­νης ύλης, πιο ανάλαφρης κι από πούπουλο, απομει­νάρια καλών και κακών στιγμών· να χαθούν… Τίποτε να μη μείνει - τίποτε...
Το «αύριο» μου χαμογελά.
Όμως, το «σήμερα» είναι δίπλα μου:


Πάω να πάρω τον έλεγχο της κόρης μου...

2 σχόλια:

monahikoslikos είπε...

ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ...τον gero (σχώραμε ποιητή)

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτα, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά,
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές —
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, _μη ανωφέλετα θρηνήσεις_.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να _μη γελασθείς_, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που _αξιώθηκες_ μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε _με συγκίνησιν_,
_αλλ' όχι με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα_,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

o geros είπε...

@ Ά-γραφος! (κατά το ά-φωνος). Επειδή εδώ γράφουμε και η φωνή - στην κυριολεξία της - δεν έχει... φωνήεντα. Ευχαριστώ για το ποίημα, μοναχικέ! Τα λέει όλα...