Πήραμε «κομπιούτερ»
και συνδεθήκαμε
στο «ίντερνετ»·
πήραμε και κινητό.
Μεταλλάχτηκαν
οι επιστολές μας
σε «e-mails»,
με γράμματα όμοια
κι απαράλλαχτα - ψυχρά· όχι του σχολείου.
και συνδεθήκαμε
στο «ίντερνετ»·
πήραμε και κινητό.
Μεταλλάχτηκαν
οι επιστολές μας
σε «e-mails»,
με γράμματα όμοια
κι απαράλλαχτα - ψυχρά· όχι του σχολείου.
Γυάλιζε απ’ τον ιδρώτα το μέτωπο του δασκάλου
που πάσχιζε να μας διδάξει καλλιγραφία...
σήμερα, σχεδόν τις εξαφανίσαμε
και φτιάξαμε τη ζωή μας
σαν έργο επιστημονικής φαντασίας.
Το σκούρο καφέ, δερμάτινο σακίδιο του ταχυδρόμου
φούσκωσε. Γέμισε φακέλους άλλους,
με «Πληρωμένο Τέλος», χωρίς γραμματόσημα.
Γράμματα πια, δεν ξεκινούν ποτέ·
ούτ’ έρχονται ποτέ,
απ’ τα Γιάννενα, απ' τη Γερμανία,
απ’την Πετρούπολη...
Πέταξε η χαρά της καλής γραφής·
έπαψε το καρδιοχτύπι της προσμονής,
της ελπίδας, της αγωνίας...
Οι δρόμοι φαρδύνανε κι απλώθηκαν.
Τ' αυτοκίνητα, πιο δυνατά και πιο ευρύχωρα,
φτάνουν γρηγορότερα στο χωριό.
Γλυκό παράπονο στ' αυτί - σαν παραμύθι της γιαγιάς -
τ’ αλλοτινό ολοήμερο ταξίδι...
Κι όλα αυτά,
για να φτάνουμε πριν από τους άλλους,
για να μαθαίνουμε τα νέα γρηγορότερα,
για να ’μαστε εμείς οι πρώτοι.
Άλλα πράγματα προσμένουμε τώρα, άλλα ελπίζουμε,
γι άλλα αγωνιούμε, μ' άλλο χρώμα και μ' άλλο παλμό.
Παλιά γράμμματα κι εγώ διδαγμένος,
προσπερνώ (προσώρας) τα καινούρια.
Νοσταλγός τ’ αδικοχαμένου,
προσπαθώ ν' αποκτήσω Εκείνο
που δεν πωλείται.
Κάθε νέα μου σκέψη ωριμάζει αργά,
γίνεται γράμμα και το στέλνω.
Μ’ επιμονή κι ελπίδα,
συνεχίζοντας...