Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2008
Όλες οι ευχές...
Όλες οι ευχές που θέλω να σας δώσω περιέχονται σε αυτή την εικόνα που δανείστηκα από τη Στέλλα.
Αν πρόκειται κάτι κάποτε να αλλάξει σ’ αυτό τον κόσμο, ας είναι ο τρόπος σκέψης εκείνων που κυβερνούν...
Για τους υπόλοιπους, μακάρι να γίνει αυτό σύντομα και να πάψουν να χάνονται άνθρωποι για τα συμφέροντα εκείνων που δεν έχουν ανάγκη να σκεφτούν αν θα βγάλουν μεροκάματο αύριο...
Καλή πρωτοχρονιά!
Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008
Η πέρδικα
Έχεις δει το χαριτωμένο περπάτημα της πέρδικας που, ξαφνιασμένη από τον παρείσακτο που εισέβαλε στο βασίλειό της, προσπαθεί φοβισμένη να τον αποφύγει;
Έχεις δει πώς περιμένει τα παιδιά της να την προλάβουν - μη μείνουν πίσω και τα βλάψει ο ίδιος παρείσακτος κι έπειτα έχει τύψεις για το κακό;
Έχεις δει πώς κοντοστέκεται και με πόση γλυκύτητα το μάτι της σε γδύνει από την κορυφή ως τα νύχια, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να προσδιορίσει/καταλάβει τις διαθέσεις σου;
Έχεις μείνει άναυδος, άπρακτος, άφωνος, απολαμβάνοντας τον αμέτρητο συνδυασμό χρωμάτων, κίνησης και ζωντάνιας; Έχεις νιώσει τιποτένιος απέναντί της;
Την έχεις δει να φεύγει γράφοντας εκείνη τον επίλογο σ' αυτό το απρόσμενο αντάμωμα;
Εκείνη τη στιγμή τί χρειάζεσαι περισσότερο; Τη φωτογραφική σου μηχανή ή την καραμπίνα σου;
Έχεις δει αυτοκίνητα με ζευγαράκια που, μετά το «δείπνο», πετούν από το παράθυρο κουτιά πίτσας, χαρτιά από σουβλάκια, αλουμινόχαρτα από μακαρονάδες και κουτάκια από αναψυκτικά;
Έχεις δει μετά τον «απόδειπνο» να πετούν και τα προφυλακτικά και τα κουτάκια και τα χαρτομάντηλα;
Έχεις δει φορτηγάκια να ανεβαίνουν στο βουνό κουβαλώντας στην καρότσα τους σκουπίδια, άχρηστες οικοσκευές, ψόφια κατοικίδια, μπάζα, κουβέρτες, χαρτιά, σακούλες και να τα αδειάζουν όπου τους βολεύει;
Εκείνη τη στιγμή τί χρειάζεσαι περισσότερο; Τη φωτογραφική σου μηχανή ή την καραμπίνα σου;
Έχεις δει εκείνους που ανεβαίνουν στο βουνό το πρωί της Κυριακής για να περπατήσουν, να απολαύσουν το πανέμορφο - κατά τ' άλλα - τοπίο; Κι εκείνους που πάνε με τη μοτοσυκλέτα τους να κατακτήσουν την κορυφή του και να επιστρέψουν ανανεωμένοι αργότερα;
Έχεις δει το κομμένο καβούκι της χελώνας που -μάλλον τυχαία - επέζησε και το φόβο ζωγραφισμένο στα μάτια της όταν σε βλέπει να ζυγώνεις - χωρίς να το ξέρεις - κοντά της;
Έχεις ρωτήσει το βουνό, τί χρειάζεται περισσότερο; Τί το ενοχλεί;
Έχεις ακούσει τη φωνή της φύσης;
Έχεις προσπαθήσει να κρατήσεις την ανάσα σου για να αφουγκραστείς και την πιο μικρή νότα της, αποδίδοντας σεβασμό στο τραγούδι της, φοβούμενος μη διακόψει;
Έχεις νιώσει παραβάτης αυτής της απόλυτης συμφωνίας;
Έχεις φωνάξει ποτέ: «Ρέεε, αυτό το βουνό είναι δικό μας, δικό μου...»;
Έχεις δει το παράπονο της πέρδικας;
Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008
Μια βόλτα στο βουνό...
Αυτή την Κυριακή κάντε κάτι διαφορετικό: τολμήστε να κάνετε μία βόλτα στο βουνό. Αφήστε για λίγο την απομόνωση της πόλης και περπατήστε στους δρόμους του βουνού για όση ώρα θέλετε, με μοναδικά εφόδια λίγο νερό και κέφι για κάτι άλλο. Ίσως και την εφημερίδα σας και, αν θέλετε να μείνετε περισσότερο, κάτι φαγώσιμο για πρωινό.
Ξυπνήστε λίγο νωρίτερα για να προλάβετε να δείτε τον ήλιο να ανεβαίνει. Για να αναπνεύσετε τον αέρα που κατεβάζει μαζί του την πρωινή δροσιά, το ξύπνημα.
Φορέστε τη φόρμα σας ή ό,τι πιο απλό θέλετε. Κανείς δε θα σας κατηγορήσει γι' αυτό. Και έτσι λιτά, αφήστε τη φύση να σας δείξει το δρόμο.
Περπατήστε όλο και πιο ψηλά, εκεί που δεν ακούγονται οι θόρυβοι της πόλης και αφουγκραστείτε τους θορύβους του βουνού...
Σταματήστε όταν κουραστείτε. Δεν υπάρχει βία. Κανείς δε σας πιέζει για τίποτα. Κι όποτε θέλετε, επιστρέψτε. Αν πάλι συνεχίσετε, απολαύστε τη θέα από όποιο σημείο βρίσκεστε.
Μη νομίζετε πως θα είστε μόνοι σας. Θα δείτε πολλούς να περπατάνε στην ίδια ή στην αντίθετη κατεύθυνση. Άλλοι μάλιστα, τρέχουν. Μη διστάσετε να τους πείτε μια χαμογελαστή “καλημέρα”. Ίσως και να μην προλάβετε γιατί θα σας πουν εκείνοι. Νιώστε την ανάγκη να πείτε μια καλημέρα σε κάποιον άγνωστο. Μπορείτε να συζητήσετε μαζί τους. Έχετε πολλά να πείτε ξεκινώντας από τον... καιρό.
Και όσο περισσότερο όμορφα αισθάνεστε τόσο περισσότερο θα θέλετε να περπατάτε. Να φτάσετε εκεί που ίσως δεν έχετε ξαναπάει. Τα όρια τα βάζετε εσείς. Τολμήστε!
Πάρτε μαζί και τα παιδιά σας. Αφήστε τα να πάνε όπου θέλουν. Να παίξουν κυνηγητό, μπάλα. Ευκαιρία για καλύτερη επαφή μαζί τους.
Πάρτε μαζί τους φίλους ή συγγενείς σας. Ανακαλύψτε μαζί τις ομορφιές του βουνού. Εκείνοι που μένουν στο κέντρο της Αθήνας μας ζηλεύουν, επειδή έχουμε το προνόμιο να ζούμε δίπλα στο βουνό. Ας το εκμεταλλευτούμε και ας τους φέρουμε κι εκείνους μαζί μας...
Και παρ' όλο που θα έχετε περπατήσει αρκετά, δεν θα είστε κουρασμένοι. Το αντίθετο· θα είστε ανάλαφροι επειδή κάνατε κάτι που ίσως δεν τολμήσατε να κάνετε μέχρι σήμερα. Εξάλλου το οξυγόνο θα σας ωφελήσει σίγουρα...
Και αν αυτή την Κυριακή κάνει κρύο ή βρέχει, υπάρχουν κι άλλες Κυριακές. Αν μάλιστα τύχει να έχει βρέξει την προηγούμενη μέρα, απολαύστε τη βόλτα με όλες σας τις αισθήσεις.
Αν ανήκετε σε αυτούς που ξενυχτάνε τα βράδια του Σαββάτου και άρα την Κυριακή δεν ξυπνούν νωρίς, ε, γι' αυτό αξίζει μια αλλαγή. Τολμήστε να κάνετε κάτι διαφορετικό.
Ξυπνήστε λίγο νωρίτερα για να προλάβετε να δείτε τον ήλιο να ανεβαίνει. Για να αναπνεύσετε τον αέρα που κατεβάζει μαζί του την πρωινή δροσιά, το ξύπνημα.
Φορέστε τη φόρμα σας ή ό,τι πιο απλό θέλετε. Κανείς δε θα σας κατηγορήσει γι' αυτό. Και έτσι λιτά, αφήστε τη φύση να σας δείξει το δρόμο.
Περπατήστε όλο και πιο ψηλά, εκεί που δεν ακούγονται οι θόρυβοι της πόλης και αφουγκραστείτε τους θορύβους του βουνού...
Σταματήστε όταν κουραστείτε. Δεν υπάρχει βία. Κανείς δε σας πιέζει για τίποτα. Κι όποτε θέλετε, επιστρέψτε. Αν πάλι συνεχίσετε, απολαύστε τη θέα από όποιο σημείο βρίσκεστε.
Μη νομίζετε πως θα είστε μόνοι σας. Θα δείτε πολλούς να περπατάνε στην ίδια ή στην αντίθετη κατεύθυνση. Άλλοι μάλιστα, τρέχουν. Μη διστάσετε να τους πείτε μια χαμογελαστή “καλημέρα”. Ίσως και να μην προλάβετε γιατί θα σας πουν εκείνοι. Νιώστε την ανάγκη να πείτε μια καλημέρα σε κάποιον άγνωστο. Μπορείτε να συζητήσετε μαζί τους. Έχετε πολλά να πείτε ξεκινώντας από τον... καιρό.
Και όσο περισσότερο όμορφα αισθάνεστε τόσο περισσότερο θα θέλετε να περπατάτε. Να φτάσετε εκεί που ίσως δεν έχετε ξαναπάει. Τα όρια τα βάζετε εσείς. Τολμήστε!
Πάρτε μαζί και τα παιδιά σας. Αφήστε τα να πάνε όπου θέλουν. Να παίξουν κυνηγητό, μπάλα. Ευκαιρία για καλύτερη επαφή μαζί τους.
Πάρτε μαζί τους φίλους ή συγγενείς σας. Ανακαλύψτε μαζί τις ομορφιές του βουνού. Εκείνοι που μένουν στο κέντρο της Αθήνας μας ζηλεύουν, επειδή έχουμε το προνόμιο να ζούμε δίπλα στο βουνό. Ας το εκμεταλλευτούμε και ας τους φέρουμε κι εκείνους μαζί μας...
Και παρ' όλο που θα έχετε περπατήσει αρκετά, δεν θα είστε κουρασμένοι. Το αντίθετο· θα είστε ανάλαφροι επειδή κάνατε κάτι που ίσως δεν τολμήσατε να κάνετε μέχρι σήμερα. Εξάλλου το οξυγόνο θα σας ωφελήσει σίγουρα...
Και αν αυτή την Κυριακή κάνει κρύο ή βρέχει, υπάρχουν κι άλλες Κυριακές. Αν μάλιστα τύχει να έχει βρέξει την προηγούμενη μέρα, απολαύστε τη βόλτα με όλες σας τις αισθήσεις.
Αν ανήκετε σε αυτούς που ξενυχτάνε τα βράδια του Σαββάτου και άρα την Κυριακή δεν ξυπνούν νωρίς, ε, γι' αυτό αξίζει μια αλλαγή. Τολμήστε να κάνετε κάτι διαφορετικό.
Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2008
Η ζωή...
Κείνη τη μέρα την έβριζα απ’ το πρωί. Λες κι ήταν εχθρός! Λες κι έφταιγε εκείνη για όλες τα αναπάντεχα στραβά! Κι ήταν - πράγματι - μια μέρα με τις περισσότερες αναποδιές! Νευριασμένος, ξεστόμιζα το παράπονο, ανάμικτο με δόση αγανάχτισης κι απελπισίας μαζί, απ' το πρωί: «Πουτάνα ζωή...»!
Το ίδιο βράδυ την είδα στον ύπνο μου. Περπατούσα - λέει - σ' ένα δρόμο χωμάτινο, με πανύψηλα δέντρα στις άκρες του και φωτισμό λιγοστό. Θαρρώ πως είχε καταχνιά. Κοντοστάθηκα μια στιγμή κι αφουγκράστηκα γύρω μου. Τότε την είδα να 'ρχεται προς το μέρος μου.
Δεν τρόμαξα! Τό'ξερα πως ήταν Αυτή. Μα, δε μπορούσα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά της. Ούτε μπορώ τώρα να περιγράψω πως έμοιαζε! Δε μπόρεσα να ξεχωρίσω καν το χρώμα των μαλλιών της!
- Εγώ είμαι, μου είπε...
- Το ξέρω, απάντησα, προσπαθώντας να το παίξω ψύχραιμος...
- Ελα μαζί μου...
Λες κι είμαστε φίλοι κολλητοί από χρόνια, επικοινωνούσαμε μ'ένα κώδικα μοναδικό, που μόνο εμείς κατανοούσαμε!
Βαδίζαμε κατά τη μεριά που πήγαινα απ’ την αρχή. Δεν μιλούσαμε· η ζωή μιλά με το δικό της τρόπο. Σ' αφήνει να πας κοντά της και να πορευτείτε μαζί. Κι ούτε σε μαλώνει, ούτε σε συμβουλεύει, ούτε σε κρίνει. Είναι δικές σου οι αποφάσεις. Εκείνη, απλώς, είναι μαζί σου και σε συντροφεύει.
«Ο δρόμος είναι ίδιος ως το τέλος», είπε ξαφνικά και η φωνή της ήταν τόσο γλυκιά στ' αυτιά μου που αυθόρμητα ρώτησα: «Τί είπες;», σαν τάχα να μην είχα ακούσει καλά, έτσι, για να μιλήσει πάλι! Και συνέχισε:
«Έχει μικρότερα δρομάκια δεξιά κι αριστερά που αν θέλεις ακολουθείς και που πάλι σε βγάζουν στον κεντρικό δρόμο, λίγο πιο κάτω. Εγώ, θα έρχομαι πάντα μαζί».
«Το ξέρω», της απάντησα κι έκανα λίγο δεξιά, δείχνοντας πρόθεση να στρίψω στο επόμενο σοκάκι (πονηρά σκεπτόμενος), για να τη δοκιμάσω! Την τελευταία στιγμή έστριψα απότομα και συνέχισα να βαδίζω στον κεντρικό δρόμο. Με ακολούθησε σαν πιστός φίλος, σαν σκιά και συνέχισε πλάι μου.
Δε με ρώτησε γιατί άλλαξα πορεία. Δεν πονηρεύτηκε να σκεφτεί ότι την πείραξα. Μόνο συνέχισε να βαδίζει δίπλα μου αμίλητη!
- Γιατί δε λες κάτι; Πες ποιο είναι το σωστό! Βοήθα με! Μίλα
μου...
- Είμαι δική σου!
- Αυτό μόνο; Τίποτ' άλλο; Σαν γυναίκα κι εσύ, μυστήρια! Γρίφος δύσκολος κι ακατανόητος! Ένας γόρδιος δεσμός που δεν ξέρω πώς να τον λύσω! Ένα σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες και γερά νεύρα! Με κουράζεις!
Έκανα να σκύψω, να δω την έκφραση του προσώπου της, να καταλάβω αν την πείραξαν τα λόγια μου τόσο, όσο με πείραξαν εμένα τα δικά της. Επιτάχυνε το βήμα της κι απέφυγε τη ματιά μου!
Προσπαθούσα να τη φτάσω και απ' την αγωνία μου... ξύπνησα! Θυμωμένος, έφερα στο μυαλό μου απ’ την αρχή τη συνάντηση μας, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κατανοήσω το βαθύτερο νόημα της· αν αυτό υπήρχε...
Το ίδιο βράδυ την είδα στον ύπνο μου. Περπατούσα - λέει - σ' ένα δρόμο χωμάτινο, με πανύψηλα δέντρα στις άκρες του και φωτισμό λιγοστό. Θαρρώ πως είχε καταχνιά. Κοντοστάθηκα μια στιγμή κι αφουγκράστηκα γύρω μου. Τότε την είδα να 'ρχεται προς το μέρος μου.
Δεν τρόμαξα! Τό'ξερα πως ήταν Αυτή. Μα, δε μπορούσα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά της. Ούτε μπορώ τώρα να περιγράψω πως έμοιαζε! Δε μπόρεσα να ξεχωρίσω καν το χρώμα των μαλλιών της!
- Εγώ είμαι, μου είπε...
- Το ξέρω, απάντησα, προσπαθώντας να το παίξω ψύχραιμος...
- Ελα μαζί μου...
Λες κι είμαστε φίλοι κολλητοί από χρόνια, επικοινωνούσαμε μ'ένα κώδικα μοναδικό, που μόνο εμείς κατανοούσαμε!
Βαδίζαμε κατά τη μεριά που πήγαινα απ’ την αρχή. Δεν μιλούσαμε· η ζωή μιλά με το δικό της τρόπο. Σ' αφήνει να πας κοντά της και να πορευτείτε μαζί. Κι ούτε σε μαλώνει, ούτε σε συμβουλεύει, ούτε σε κρίνει. Είναι δικές σου οι αποφάσεις. Εκείνη, απλώς, είναι μαζί σου και σε συντροφεύει.
«Ο δρόμος είναι ίδιος ως το τέλος», είπε ξαφνικά και η φωνή της ήταν τόσο γλυκιά στ' αυτιά μου που αυθόρμητα ρώτησα: «Τί είπες;», σαν τάχα να μην είχα ακούσει καλά, έτσι, για να μιλήσει πάλι! Και συνέχισε:
«Έχει μικρότερα δρομάκια δεξιά κι αριστερά που αν θέλεις ακολουθείς και που πάλι σε βγάζουν στον κεντρικό δρόμο, λίγο πιο κάτω. Εγώ, θα έρχομαι πάντα μαζί».
«Το ξέρω», της απάντησα κι έκανα λίγο δεξιά, δείχνοντας πρόθεση να στρίψω στο επόμενο σοκάκι (πονηρά σκεπτόμενος), για να τη δοκιμάσω! Την τελευταία στιγμή έστριψα απότομα και συνέχισα να βαδίζω στον κεντρικό δρόμο. Με ακολούθησε σαν πιστός φίλος, σαν σκιά και συνέχισε πλάι μου.
Δε με ρώτησε γιατί άλλαξα πορεία. Δεν πονηρεύτηκε να σκεφτεί ότι την πείραξα. Μόνο συνέχισε να βαδίζει δίπλα μου αμίλητη!
- Γιατί δε λες κάτι; Πες ποιο είναι το σωστό! Βοήθα με! Μίλα
μου...
- Είμαι δική σου!
- Αυτό μόνο; Τίποτ' άλλο; Σαν γυναίκα κι εσύ, μυστήρια! Γρίφος δύσκολος κι ακατανόητος! Ένας γόρδιος δεσμός που δεν ξέρω πώς να τον λύσω! Ένα σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες και γερά νεύρα! Με κουράζεις!
Έκανα να σκύψω, να δω την έκφραση του προσώπου της, να καταλάβω αν την πείραξαν τα λόγια μου τόσο, όσο με πείραξαν εμένα τα δικά της. Επιτάχυνε το βήμα της κι απέφυγε τη ματιά μου!
Προσπαθούσα να τη φτάσω και απ' την αγωνία μου... ξύπνησα! Θυμωμένος, έφερα στο μυαλό μου απ’ την αρχή τη συνάντηση μας, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κατανοήσω το βαθύτερο νόημα της· αν αυτό υπήρχε...
Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008
Η βροχή μου...
Στην αγκαλιά του μ' έχει πάλι το βουνό!
Στην αγκαλιά του αφήνομαι κι εγώ να με κρατά σαν δεύτερος πατέρας. Βρέχει δυνατά. Είναι μια ακόμα σκοτεινή μέρα.
Ρυθμικά χτυπούν οι στάλες πάνω στ’ αμάξι μου, σαν να θέλουν να μπουν μέσα. Τί καλύτερη παρέα για να περάσει κι αυτή η ώρα;
Γέμισε το παρμπρίζ μου στάλες. Μέσα, νώτισαν τα τζάμια. Χάθηκε απ’ τα μάτια μου η πόλη• δε μπορώ να δω. Άλλες στάλες με ορμή σπρώχνουν βίαια τις πρώτες και κυλούν στο καπό. Όλες μαζί ενώνονται, σχηματίζουν ρυάκια και κυλούν. Ενώνονται στην ΚΑΤΗΦΟΡΑ!
Φλερτάρουν με τις διπλανές, αγκαλιάζονται σε ακανόνιστα σχήματα και αφήνονται. Προσκαλεί η μία την άλλη: «Έλα, πάμε. Αφήσου, το ταξίδι δεν τελείωσε»!
Χτυπιούνται, αλλάζουν δρόμο και τρέχουν. Δείχνουν να διασκεδάζουν σ' ένα πρωτότυπο και παράξενο παιχνίδι.
Λίγη ώρα νωρίτερα έσπασαν τα δεσμά τους, έκοψαν τον ομφάλιο λώρο κι αποχαιρέτησαν τη μητέρα - σύννεφο. Για ένα ταξίδι - το πρώτο και το τελευταίο - χωρίς επιστροφή. Κι έπεσαν πάνω μου• για να γράψουν τον επίλογο.
Οι υπόλοιπες πέφτουν δίπλα μου. Οι «δικές μου» σταγόνες φαίνεται πως ήταν τυχερές: κέρδισαν λίγο χρόνο ακόμα πριν γίνουν ένα με το χώμα και χαθούν μέσα του. Για να διασκεδάσουν και να παίξουν λίγο περισσότερο στο τζάμι μου.
Πατάω ξαφνικά το κουμπί και ο καθαριστήρας τις διώχνει όλες. Τις ΕΝΩΝΕΙ όλες πιο γρήγορα και χάνονται. Σε λίγο, άλλες πάλι γεμίζουν το τζάμι και το παιχνίδι συνεχίζεται.
- Εδώ παιδιά! Στ' αμάξι μου να έρθετε όλες! Μη χάνεστε ακόμα! Πάρτε και τη δική μου βροχή μαζί σας να παίξετε! Σύννεφο κι εγώ που βάρυνε πολύ. Χορέψτε όλες μαζί τον τελευταίο χορό ν' αλαφρώσω κι εγώ! Ελάτε, ελάτε να δούμε, πού βρέχει πιο πολύ; Έξω ή μέσα...;
Στην αγκαλιά του αφήνομαι κι εγώ να με κρατά σαν δεύτερος πατέρας. Βρέχει δυνατά. Είναι μια ακόμα σκοτεινή μέρα.
Ρυθμικά χτυπούν οι στάλες πάνω στ’ αμάξι μου, σαν να θέλουν να μπουν μέσα. Τί καλύτερη παρέα για να περάσει κι αυτή η ώρα;
Γέμισε το παρμπρίζ μου στάλες. Μέσα, νώτισαν τα τζάμια. Χάθηκε απ’ τα μάτια μου η πόλη• δε μπορώ να δω. Άλλες στάλες με ορμή σπρώχνουν βίαια τις πρώτες και κυλούν στο καπό. Όλες μαζί ενώνονται, σχηματίζουν ρυάκια και κυλούν. Ενώνονται στην ΚΑΤΗΦΟΡΑ!
Φλερτάρουν με τις διπλανές, αγκαλιάζονται σε ακανόνιστα σχήματα και αφήνονται. Προσκαλεί η μία την άλλη: «Έλα, πάμε. Αφήσου, το ταξίδι δεν τελείωσε»!
Χτυπιούνται, αλλάζουν δρόμο και τρέχουν. Δείχνουν να διασκεδάζουν σ' ένα πρωτότυπο και παράξενο παιχνίδι.
Λίγη ώρα νωρίτερα έσπασαν τα δεσμά τους, έκοψαν τον ομφάλιο λώρο κι αποχαιρέτησαν τη μητέρα - σύννεφο. Για ένα ταξίδι - το πρώτο και το τελευταίο - χωρίς επιστροφή. Κι έπεσαν πάνω μου• για να γράψουν τον επίλογο.
Οι υπόλοιπες πέφτουν δίπλα μου. Οι «δικές μου» σταγόνες φαίνεται πως ήταν τυχερές: κέρδισαν λίγο χρόνο ακόμα πριν γίνουν ένα με το χώμα και χαθούν μέσα του. Για να διασκεδάσουν και να παίξουν λίγο περισσότερο στο τζάμι μου.
Πατάω ξαφνικά το κουμπί και ο καθαριστήρας τις διώχνει όλες. Τις ΕΝΩΝΕΙ όλες πιο γρήγορα και χάνονται. Σε λίγο, άλλες πάλι γεμίζουν το τζάμι και το παιχνίδι συνεχίζεται.
- Εδώ παιδιά! Στ' αμάξι μου να έρθετε όλες! Μη χάνεστε ακόμα! Πάρτε και τη δική μου βροχή μαζί σας να παίξετε! Σύννεφο κι εγώ που βάρυνε πολύ. Χορέψτε όλες μαζί τον τελευταίο χορό ν' αλαφρώσω κι εγώ! Ελάτε, ελάτε να δούμε, πού βρέχει πιο πολύ; Έξω ή μέσα...;
Κυριακή 24 Αυγούστου 2008
Πώς πάει...;
Ήταν ένα ηλιόλουστο χειμωνιάτικο πρωινό που λες και ήρθε για να μας ζητήσει «συγγνώμη» για τις πρόσφατες, ασταμάτητες και δυνατές βροχοπτώσεις. Όλοι άρπαξαν τη μοναδική αυτή ευκαιρία και γέμισαν την παραλιακή καφετέρια για να βρεθούν με την παρέα τους και να απολαύσουν το καφεδάκι τους!
Με την ίδια αφορμή κι εγώ, είχα πιάσει από ώρα μια καλή θέση και προσπαθούσα να συγκεντρώσω τη σκέψη μου. Παρατηρούσα τον κόσμο δίπλα μου με έντονο βλέμμα, προσπαθώντας να διαπεράσω την εξωτερική όψη τους και να δω βαθύτερα! Η πιθανότητα να με παρεξηγήσουν ήταν δυνατή. Κανείς όμως δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για μένα· ήταν όλοι προσηλωμένοι στις συζητήσεις της παρέα τους και η παρουσία μου τους ήταν μάλλον αδιάφορη! Ωστόσο, καλά θα έκανα να είμαι πιο διακριτικός...
«Διασκέδαζα» αφάνταστα! Μέχρι τη στιγμή που το μάτι μου «έπιασε» ένα ερωτευμένο ζευγαράκι - όχι πάνω από 20 χρονών - που έμοιαζε να είναι στον δικό του κόσμο: εκείνος κοιτούσε εκείνη στα μάτια κι εκείνη εκείνον! Κρατούσε ο ένας τα χέρια του άλλου και μόνο τα χείλη τους κινούνταν!
Αστραπιαία, σαν περισκόπιο, έστρεψα το βλέμμα μου στους υπόλοιπους θαμώνες και τους... επανεξέτασα: ένα ζευγάρι με τα δύο του μικρά παιδιά προσπαθούσε να τους επιβάλλει ησυχία για να ηρεμήσει λίγο, τρεις γυναίκες μόνες - γύρω στα 30, σκεφτικές κι αγέλαστες, σκότωναν την ώρα τους, δύο καλοντυμένοι, άχρωμοι και άοσμοι κύριοι με γραβάτες, διάβαζαν οικονομικές εφημερίδες και ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, στο κέντρο σχεδόν της σάλας, με σοβαρότητα συζητούσαν για τα χρόνια που πέρασαν, για τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, για τα πράγματα που όλο αλλάζουν. Ήταν κι άλλες παρέες, πάνω - κάτω στα ίδια πλαίσια.
Τα μάτια μου, φωτογραφικές μηχανές, απαθανάτιζαν κάθε κίνηση σε όλο το χώρο· τ' αυτιά μου, κοριοί κατασκοπικοί, κατέγραφαν κάθε συνομιλία! Είχα στο χέρι το στυλό μου και κάθε τόσο, σκεπτικός και σοβαρός, κρατούσα σημειώσεις στο τετράδιο.
Κι αν οι συγγραφείς είναι κατά κάποιο τρόπο «κλέφτες» (κατά πως λένε μερικοί), κλέφτης αισθανόμουν κι εγώ εκείνη τη στιγμή! Θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο με ήρωες όλους αυτούς, που εκείνη την ώρα πίναμε καφέ μαζί!
Κατέγραψα όλες τις γκριμάτσες τους και κάθε τους κίνηση! Τους παρατηρούσα για ώρα πολλή. Και σκέφτηκα την πορεία μας. Την πορεία της ζωής μας. Της δικής μου οικογένειας, των συγγενών, των φίλων και των γνωστών.
Κι όταν πριν από λίγες μέρες βρέθηκα σε γενέθλια με πολλά φιλικά μου ζευγάρια, δεν κρατήθηκα: «Παιδιά, πως πάει η ζωή σας;».
Τετάρτη 16 Απριλίου 2008
Όμορφα που καίγονται οι θύμησες!
Χαρτιά, γράμματα, σχέδια, θύμησες μιας εποχής που πέρασε, χωρίς επιστροφή, όλα διπλωμένα σ’ ένα σημερνό χαρτί, φάκελο - «κάσα», που τα περιέχει όλα, έτοιμα για το μεγάλο ταξίδι, το στερνό.
Ανηφόρα, καινούριο αμάξι και το «θυσιαστήριο» ψηλά. Πού αλλού; Στο βουνό. Στο δικό μου βουνό. Εκεί που αρχίζουν όλα, εκεί πρέπει και να τελειώσουν· επιστροφή στα πατρώα εδάφη! Αλλά με άλλο σκοπό πια: το τέλος...
Εκεί, στο παλιό νταμάρι, εκεί που είναι θαμένοι τόνοι σκουπιδιών κάτω από τόνους χωμάτων. Εκεί που τώρα μια νέα ζωή εμφανίζεται (πρασίνισε ο τόπος!). Εκεί, πάνω απ' τα σκουπίδια!
Ένα, δύο, τρία, πέντε σπίρτα και το... ολοκαύτωμα ξεκινά. Όμορφα που καίγονται οι θύμησες!
Απομακρύνομαι, για να μην καώ μαζί τους· και πάλι πλησιάζω για να μυρίσω, να ρουφήξω μέσα μου κάπνα παλιά, κάπνα πόνου και χαράς, με ίχνη μελάνης και χαρτιού ανακατεμένη, κάπνα ιδεών και σκέψεων...
Ό,τι πονάει, να φύγει. Να μη με πονάει πια. «Καείτε όλα στην πυρά... και τα καλά μαζί... όλα... Στην πυρά... καείτε, καείτε...!»
Ανακατεύω μ' ένα κλαδάκι πεταμένο, ελάχιστη προσφορά του δέντρου που κόπηκε για την ευόδωση του ολέθριου σχεδίου μου. Για την τέλεια, την ολοκληρωτική καύση!
Εκεί δίπλα, το ραδιόφωνο παίζει ένα ζεϊμπέκικο για μένα μόνο! Ανοίγω την ένταση τέρμα· ποιον ενοχλώ εδώ πάνω; Χορεύω γύρω απ’ τη φωτιά, σαν να θέλω να διασκεδάσω τον πόνο μου - τον πρώτο ή το δεύτερο, δεν έχει σημασία! Χορεύω φιγούρες δικές μου, αυτοσχέδιες, μοναδικές, ανύπαρκτες... Τέτοιες που δε φανταζόμουν πως ήξερα!
Στο μυαλό μου η μεγάλη... φωτιά του Κούρκουλου! Η δική μου μικρή και το τραγούδι άλλο. Ο σκοπός μόνο ίδιος: η λύτρωση, η κάθαρση...
Η Αθήνα όλη στα πόδια μου. Ανοίγω τα χέρια και βηματίζω χορευτικά. Όλοι οι Αθηναίοι «χτυπούν» παλαμάκια στο θύτη: «Μπράβο, μεγάλε…!» Απογειώνομαι. Χέρια - φτερά, πόδια - πηδάλιο, καρδιά - μηχανή και όλοι δίπλα μου, γύρω μου. Πετώ πιο ψηλά κι απ’ τον καπνό της φωτιάς που άναψα…
Κι ύστερα... το τραγούδι τέλειωσε! Προσγειώνομαι δίπλα στ’ αυτοκίνητο, δίπλα στη φωτιά. Τέλειωσε κι αυτή. Ανακατεύω ξανά με το κλαδάκι, καλά - καλά, με μίσος κι αγάπη μαζί, να σπάσουν οι στάχτες σε χιλιάδες, εκατομμύρια, αμέτρητα κομματάκια καμένης ύλης, πιο ανάλαφρης κι από πούπουλο, απομεινάρια καλών και κακών στιγμών· να χαθούν… Τίποτε να μη μείνει - τίποτε...
Το «αύριο» μου χαμογελά.
Όμως, το «σήμερα» είναι δίπλα μου:
Ανηφόρα, καινούριο αμάξι και το «θυσιαστήριο» ψηλά. Πού αλλού; Στο βουνό. Στο δικό μου βουνό. Εκεί που αρχίζουν όλα, εκεί πρέπει και να τελειώσουν· επιστροφή στα πατρώα εδάφη! Αλλά με άλλο σκοπό πια: το τέλος...
Εκεί, στο παλιό νταμάρι, εκεί που είναι θαμένοι τόνοι σκουπιδιών κάτω από τόνους χωμάτων. Εκεί που τώρα μια νέα ζωή εμφανίζεται (πρασίνισε ο τόπος!). Εκεί, πάνω απ' τα σκουπίδια!
Ένα, δύο, τρία, πέντε σπίρτα και το... ολοκαύτωμα ξεκινά. Όμορφα που καίγονται οι θύμησες!
Απομακρύνομαι, για να μην καώ μαζί τους· και πάλι πλησιάζω για να μυρίσω, να ρουφήξω μέσα μου κάπνα παλιά, κάπνα πόνου και χαράς, με ίχνη μελάνης και χαρτιού ανακατεμένη, κάπνα ιδεών και σκέψεων...
Ό,τι πονάει, να φύγει. Να μη με πονάει πια. «Καείτε όλα στην πυρά... και τα καλά μαζί... όλα... Στην πυρά... καείτε, καείτε...!»
Ανακατεύω μ' ένα κλαδάκι πεταμένο, ελάχιστη προσφορά του δέντρου που κόπηκε για την ευόδωση του ολέθριου σχεδίου μου. Για την τέλεια, την ολοκληρωτική καύση!
Εκεί δίπλα, το ραδιόφωνο παίζει ένα ζεϊμπέκικο για μένα μόνο! Ανοίγω την ένταση τέρμα· ποιον ενοχλώ εδώ πάνω; Χορεύω γύρω απ’ τη φωτιά, σαν να θέλω να διασκεδάσω τον πόνο μου - τον πρώτο ή το δεύτερο, δεν έχει σημασία! Χορεύω φιγούρες δικές μου, αυτοσχέδιες, μοναδικές, ανύπαρκτες... Τέτοιες που δε φανταζόμουν πως ήξερα!
Στο μυαλό μου η μεγάλη... φωτιά του Κούρκουλου! Η δική μου μικρή και το τραγούδι άλλο. Ο σκοπός μόνο ίδιος: η λύτρωση, η κάθαρση...
Η Αθήνα όλη στα πόδια μου. Ανοίγω τα χέρια και βηματίζω χορευτικά. Όλοι οι Αθηναίοι «χτυπούν» παλαμάκια στο θύτη: «Μπράβο, μεγάλε…!» Απογειώνομαι. Χέρια - φτερά, πόδια - πηδάλιο, καρδιά - μηχανή και όλοι δίπλα μου, γύρω μου. Πετώ πιο ψηλά κι απ’ τον καπνό της φωτιάς που άναψα…
Κι ύστερα... το τραγούδι τέλειωσε! Προσγειώνομαι δίπλα στ’ αυτοκίνητο, δίπλα στη φωτιά. Τέλειωσε κι αυτή. Ανακατεύω ξανά με το κλαδάκι, καλά - καλά, με μίσος κι αγάπη μαζί, να σπάσουν οι στάχτες σε χιλιάδες, εκατομμύρια, αμέτρητα κομματάκια καμένης ύλης, πιο ανάλαφρης κι από πούπουλο, απομεινάρια καλών και κακών στιγμών· να χαθούν… Τίποτε να μη μείνει - τίποτε...
Το «αύριο» μου χαμογελά.
Όμως, το «σήμερα» είναι δίπλα μου:
Πάω να πάρω τον έλεγχο της κόρης μου...
Τρίτη 25 Μαρτίου 2008
Μπαρόλογα...
Το προηγούμενο βράδυ είχε βγει με τους φίλους του. Όχι, όχι αντροπαρέα· και γυναίκες μαζί. Ήταν μάλιστα κι άλλες τρεις από το χορευτικό, άγνωστες για τους υπόλοιπους άντρες.
Γρήγορα έγιναν μια εύθυμη παρέα που άδειαζε αστραπιαία τα ποτήρια της λες και είχε άγχος μην τελειώσει το ποτό· μην έρθουν άλλοι και το πιουν!
Μετά τις απαραίτητες συστάσεις και όταν ήρθαν τα δεύτερα και τα τρίτα, χαλάρωσε η παρέα και είπε εκείνος το πρώτο ανέκδοτο: «Ήταν ένας Ιταλός...»
- Ξέρω κι εγώ ένα καλό, είπε ο δεύτερος: «Μια φορά...»
Η παρέα έδενε· περνούσε όλα τα τεστ. Αλλά μετά από λίγη ώρα, ξαφνικά, βουβάθηκε. Ξέρετε, αυτή η βουβαμάρα, που απλώνεται όταν εξαντλούνται τα ανέκδοτα, οι φιλοφρονήσεις, οι δοκιμές και τα κουτσομπολιά.
Και τώρα;
Τη σιωπή έσπασε ο «πολυταξιδεμένος». Στο τραπέζι πλέον, εκτός από τα τέταρτα και πέμπτα ποτά, έπεσε ένα θέμα σοβαρό, έτσι για να δοκιμαστεί η παρέα και στα δύσκολα:
«Στο Βέλγιο, όταν δουν πεζό οι οδηγοί, σταματάνε ακαριαία. Όχι όπως εδώ, που βρίζουμε και μου-τζώνουμε: "Πού πας κυρά μου με το καροτσάκι; Εδώ περνάω εγώ, είσαι επικίνδυνη”».
Ο πιο ψύχραιμος πήρε το λόγο παραγγέλνοντας ταυτόχρονα, ένα ακόμη γύρο: «Μια μέρα που πήγαινα τα παιδιά μου στο σχολείο κινδυνεύσαμε να γίνουμε αλοιφή κάτω από ένα φορτηγό που κατέβαινε τη λεωφόρο. Τι να σου κάνουν και οι σχολικοί τροχονόμοι...;»
Εκείνος δεν είχε ανάλογη εμπειρία. Καρφώθηκε όμως στο μυαλό του ότι πρέπει να σέβεται τους πεζούς και να τους παραχωρεί προτεραιότητα. Άνθρωπος με βαθιά συναίσθηση του καθήκοντος εκείνη τη στιγμή, ανάμεσα σε ποτά και σε σφηνάκια, αποφάσισε: «Από αύριο θα προσέχω περισσότερο. Αν δεν αλλάξουμε ένας - ένας δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα στην Ελλάδα μας».
Και ήρθε το «αύριο». Και μαζί του έφερε και την πολυπόθητη ευκαιρία για να αποδείξει πόσο άλλαξε: Επιστρέφει από τη δουλειά του. Κατεβαίνει την κεντρική λεωφόρο - στο τρίτο στενό θα έστριβε δεξιά - και ένας ηλικιωμένος περιμένει στη γωνία με τσάντες από το σουπερ-μάρκετ φορτωμένος, να σταματήσει η κυκλοφορία των αυτοκινήτων για να περάσει απέναντι.
Σταδιακά άρχισε να ελαττώνει ταχύτητα για να καταλάβει ο ηλικιωμένος και να του δώσει το περιθώριο να περάσει. Όσο πλησίαζε, τόσο ελάττωνε ταχύτητα. Κι όταν έφτασε σχεδόν δίπλα του, έσκυψε το κεφάλι για να τον διακρίνει και να του κάνει νόημα, ευγενικά, με το χέρι να περάσει. Τον πρόλαβε όμως ο συμπαθής γεράκος:
«Άντε βρε μακάκα! Σε βλέπω από πάνω και περιμένω να περάσεις τόση ώρα! Κόπηκαν τα χέρια μου να κρατάω τις τσάντες...»!
Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2008
Παλιά γράμμματα
Πήραμε «κομπιούτερ»
και συνδεθήκαμε
στο «ίντερνετ»·
πήραμε και κινητό.
Μεταλλάχτηκαν
οι επιστολές μας
σε «e-mails»,
με γράμματα όμοια
κι απαράλλαχτα - ψυχρά· όχι του σχολείου.
και συνδεθήκαμε
στο «ίντερνετ»·
πήραμε και κινητό.
Μεταλλάχτηκαν
οι επιστολές μας
σε «e-mails»,
με γράμματα όμοια
κι απαράλλαχτα - ψυχρά· όχι του σχολείου.
Γυάλιζε απ’ τον ιδρώτα το μέτωπο του δασκάλου
που πάσχιζε να μας διδάξει καλλιγραφία...
σήμερα, σχεδόν τις εξαφανίσαμε
και φτιάξαμε τη ζωή μας
σαν έργο επιστημονικής φαντασίας.
Το σκούρο καφέ, δερμάτινο σακίδιο του ταχυδρόμου
φούσκωσε. Γέμισε φακέλους άλλους,
με «Πληρωμένο Τέλος», χωρίς γραμματόσημα.
Γράμματα πια, δεν ξεκινούν ποτέ·
ούτ’ έρχονται ποτέ,
απ’ τα Γιάννενα, απ' τη Γερμανία,
απ’την Πετρούπολη...
Πέταξε η χαρά της καλής γραφής·
έπαψε το καρδιοχτύπι της προσμονής,
της ελπίδας, της αγωνίας...
Οι δρόμοι φαρδύνανε κι απλώθηκαν.
Τ' αυτοκίνητα, πιο δυνατά και πιο ευρύχωρα,
φτάνουν γρηγορότερα στο χωριό.
Γλυκό παράπονο στ' αυτί - σαν παραμύθι της γιαγιάς -
τ’ αλλοτινό ολοήμερο ταξίδι...
Κι όλα αυτά,
για να φτάνουμε πριν από τους άλλους,
για να μαθαίνουμε τα νέα γρηγορότερα,
για να ’μαστε εμείς οι πρώτοι.
Άλλα πράγματα προσμένουμε τώρα, άλλα ελπίζουμε,
γι άλλα αγωνιούμε, μ' άλλο χρώμα και μ' άλλο παλμό.
Παλιά γράμμματα κι εγώ διδαγμένος,
προσπερνώ (προσώρας) τα καινούρια.
Νοσταλγός τ’ αδικοχαμένου,
προσπαθώ ν' αποκτήσω Εκείνο
που δεν πωλείται.
Κάθε νέα μου σκέψη ωριμάζει αργά,
γίνεται γράμμα και το στέλνω.
Μ’ επιμονή κι ελπίδα,
συνεχίζοντας...
Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008
Ο Ιούδας...
Αποφάσισα κάποτε να δώσω την ευκαιρία στον «Ιούδα που φιλούσε υπέροχα» να μου αποδείξει την αξία του. Να καταλάβω επιτέλους, τι το αξιόλογο, τι το διαφορετικό έχει αυτό το βιβλίο και γιατί η τηλεόραση το έκανε σίριαλ. Ήταν τόσο καλό, που έπρεπε να το δει όλη η Ελλάδα σε… εμπορικές συνέχειες, λίγο – λίγο, όπως το φαρμάκι;
Όταν έκλεισα το βιβλίο, αισθάνθηκα άδειος. Το κοίταξα, με κοίταξε κι εκείνο και ο «Ιούδας» έβγαλε τη γλώσσα του και με περιέπαιζε:
- Την πάτησες...
- Με πρόδωσες…
Άλλη μία ιστορία αγάπης από αυτές που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε και να ακούμε. Άλλη μία πρωταγωνίστρια που χρησιμοποίησε το πανούργο μυαλό της με «κατινίστικο» τρόπο - ας με συγχωρήσουν όλες οι Κατερίνες για την από συνήθεια χρήση του ονόματος - για να την «φέρει» στον μπαγάσα σύζυγό της! Κι έπειτα η ικανοποίηση: «Μία σου και μία μου».
Πλήρης απογοήτευση. Μετά από αυτό χρειαζόμουν ψυχολογική ανόρθωση. Χρειαζόμουν ηρεμία Χρειαζόμουν ένα... ταξιδάκι.
Και πήρα το βιβλίο «Σαν τα τρελά πουλιά» της Μαρίας Ιορδανίδου. Μικρότερο από τον «Ιούδα», μα πόσο μεγαλύτερο! Βιβλίο μιας άλλης εποχής. Με ταξίδεψε στην Πόλη, στη Σμύρνη, στην Αλεξάνδρεια, στην Αθήνα. Έμαθα πράγματα για την εποχή πριν το ’50.
Αλλά, γνώρισα και το μεγαλείο της ηρωίδας, της Άννας, που, ενώ ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί της και ζούσε μέσα στην προσφυγική μιζέρια, όταν ανακάλυψε ότι ο άντρας της την απατούσε, περίμενε να φάνε μαζί το μεσημέρι και έπειτα πήγαν στην κάμαρά του και του είπε. «Ξέρω. Και τώρα που το ξέρεις πως το ξέρω έλα να αποφασίσουμε σαν δυο καλοί σύντροφοι πώς πρέπει να λύσουμε τα προβλήματα μας».
Τίποτε άλλο δεν είπε η ηρωίδα. Φυσικά το βιβλίο δεν έχει να κάνει με το ποιος απατάει ποιον και γιατί. Το προσπερνάει, θεωρώντας το ένα κομμάτι του μύθου και το αναφέρει επειδή βοηθάει την εξέλιξη.
Και μέσα σε δύο μόνο γραμμές σου δίνει το μεγαλείο της ψυχής μιας γυναίκας, που μέσα σε όλα τα προβλήματά της είχε να αντιμετωπίσει ακόμα κι αυτό! Και το καταφέρνει, με μια λογική απόλυτα ξεκάθαρη, χωρίς να είναι αυταρχική, χωρίς να επιβάλλεται και χωρίς να συγκρούεται…
Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2008
ΕΤ - 47
1.100 χιλιόμετρα μακριά απ’ την πρώτη γραμμή του μετώπου κι όμως την τουφεκιά την άκουσε! Τόσο δυνατά, που πετάχτηκε αλαφιασμένος στον ύπνο του: «Το παιδί μου!»
Δεν έχασε στιγμή. Ντύθηκε αμέσως, πήρε μαζί του χαρτιά, ταυτότητα, λεφτά και ό,τι σκέφτηκε εκείνη την ώρα κι έφυγε σαν αστραπή...
1.100 χιλιόμετρα! Είχε όλο τον καιρό μπροστά του, ο μεσήλικας Πέτρος Ραβούσης, να σκεφτεί, να θυμηθεί, να κρίνει όλη toy τη ζωή. Μια ζωή όλο δουλειά· απ’ τα δεκάξι του χρόνια μέσα στο ίδιο εργοστάσιο. Μια μονότονη ζωή που το μόνο που άλλαζε ήταν οι προαγωγές του. Μια ζωή που ίσως δεν είχε νόημα πια…
180 χιλιόμετρα την ώρα, 200 καμιά φορά, έτριζε τ’ αυτοκίνητο. «Να φτάσω! Να δω το γιό μου. Τον μονάκριβό μου.» Δεν έβλεπε άλλο τίποτα· μόνο τα σύνορα. «Φτάνω;»
Δώδεκα ώρες δουλειά τη μέρα. Εκείνη η Δευτέρα θα ήταν η μόνη μέρα, εδώ και 34 χρόνια, που θα ήταν αδικαιολογήτως απών από την εργασία του. Ρομποτάκι σωστό, αλάνθαστο, κάθε μέρα την ίδια δουλειά.
Υπεύθυνος παραγωγής. «Εγώ θα βάλω την υπογραφή μου για να φύγει το εμπόρευμα.»
Αν δεν υπέγραφε αυτός, τίποτα δεν έβγαινε έξω απ’ το εργοστάσιο. «Να δουλεύουν καλά!» Αυστηρός με τους υφισταμένους του, ήθελε την τέλεια δουλειά. Απαιτούσε να δίνουν οι εργαζόμενοι και την ψυχή τους ακόμα. «Δεν θέλω λάθη», φώναζε απ’ το πρωί ως το βράδυ.
Άλλωστε και οι προϊστάμενοί του ήταν αυστηροί μαζί του: «Δεν θέλουμε να γίνουμε ρεζίλι στους ξένους. Θα πάψουν να αγοράζουν από μάς. Μη φύγει τίποτα χαλασμένο απ’ αυτά που γίνονται εξαγωγή. Για τα δικά μας δεν πειράζει!»
Κι εκείνος έτρεχε πάνω - κάτω σ’ όλα τα πόστα για να δει, να πιάσει με τα χέρια του, να ελέγξει.
«Είναι καλά; Δουλεύουν σωστά;»
Γι αυτό και η αμοιβή του ήταν απ’ τις υψηλότερες. Έκανε καλή δουλειά.
Τώρα όμως, που είχε ξεσπάσει ο πόλεμος, τώρα όλες οι δουλειές έκοψαν. Μόνο η δική του δουλειά δε σταμάτησε. Συνέχισε να δουλεύει και μάλιστα, περισσότερο από πριν.
Οδηγούσε και μονολογούσε: «Ο γιος μου, ο μονάκριβός μου, με ρώτησε: ‘‘Γιατί μπαμπά γίνεται πόλεμος;’’ τότε, πριν δώδεκα χρόνια που ήταν οκτώ χρόνων, και του απάντησα: ‘‘Αν δεν υπάρχει ο πόλεμος, παιδί μου, δεν έχει αξία η ειρήνη.’’ Άραγε καταλάβαινε τότε τι του έλεγα; Γρήγορα να φτάσω…»
Πάταγε γκάζι να φτάσει, να δει, να μάθει. Περνούσαν τα χιλιόμετρα και νόμιζε πως ακόμα δεν ξεκίνησε. Νόμιζε πως είδε ένα κακό όνειρο. Αλλά όχι, την τουφεκιά την άκουσε, κι ας ήταν 1100 χιλιόμετρα.
- Ανοίξτε! Θέλω το διοικητή. Πέτρος Ραβούσης απ’ το Κέντρο.
- Περάστε.
- Κύριε διοικητά, ο γιος μου που είναι;
- Δυστυχώς...
Αυτό το «Δυστυχώς» ήταν η δεύτερη τουφεκιά που τον βρήκε ίσια στην καρδιά.
- Τι όπλο τον χτύπησε κ. Διοικητά;
- ..........!
- Τι όπλο;
- ΕΤ-47… !
- Ώστε, δουλεύουν καλά, κύριε Διοικητά. Σωστά υπέγραφα! Δουλεύουν καλά…
Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2008
Ο μπάρμπα - Γιάννης
Κοντά στα σύνορα με την Αλβανία, 50 χιλιόμετρα έξω απ’ τα Γιάννενα, βρίσκεται ένα χωριό που η ιστορία του ξεκινά απ’ τα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Φυγάδες απ’ το Σούλι ήταν οι πρώτοι χωρικοί που αποφάσισαν να αφήσουν τα πάτρια χώματα και ανέβηκαν στο ψηλότερο βουνό, τον Κασσιδιάρη κι έχτισαν εκεί τα πρώτα σπίτια, σε σημείο που δεν τα έβρισκαν οι Τούρκοι.
Πολύ αργότερα, το 1960, αποφάσισαν οι κάτοικοι να ιδρύσουν το νέο χωριό πιο χαμηλά, για να βρίσκονται πιο κοντά στα Γιάννενα.
Χαλάσματα πια, τα παραδοσιακά, πέτρινα σπίτια του παλιού χωριού. Και τη γύρω περιοχή, την αιματοβαμμένη άλλοτε από εχθρούς και άλλοτε από αδελφούς, χρησιμοποιούν πλέον ως τόπο βοσκής για τα ζώα τους κάποιοι τσοπάνηδες που έρχονται από την Ηγουμενίτσα κάθε καλοκαίρι…
Ο μπάρμπα - Γιάννης με το δασύ μουστάκι και το ηλιοκαμένο, σκαμμένο πρόσωπό του με κέρασε ούζο και φρέσκια φέτα:
«Όμορφα είναι εδώ. Μόνοι μας βέβαια, αλλά χωρίς να έχουμε κανένα πάνω από το κεφάλι μας· μόνο τον ουρανό και τον ήλιο. Δεν έχουμε ούτε ρεύμα ούτε τηλέφωνο, αλλά είναι όμορφα. Κρίμα που το εγκατέλειψαν το χωριό αυτό.»
Εκεί λοιπόν, «τέρμα Θεού», που την απόλυτη ησυχία διαταράσσουν με τις φωνές τους τα χιλιάδες πουλιά και τα ζώα των τσοπάνηδων, εκεί που δεν υπάρχει ρεύμα κι ούτε πρόκειται ποτέ να πάει, εκεί άκουσα απ’ το στόμα του μπάρμπα - Γιάννη, του απλού τσοπάνη που σ' όλη του τη ζωή βόσκει τα πρόβατα του, τη μαγική κουβέντα:
«Και τι έχουν κάνει, παιδί μου, για μας αυτοί που μας κυβερνούν; Τίποτα. Μόνον την πάρτη τους κοιτάνε και μας δουλεύουν όλους…»
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)