
1.100 χιλιόμετρα μακριά απ’ την πρώτη γραμμή του μετώπου κι όμως την τουφεκιά την άκουσε! Τόσο δυνατά, που πετάχτηκε αλαφιασμένος στον ύπνο του:
«Το παιδί μου!»Δεν έχασε στιγμή. Ντύθηκε αμέσως, πήρε μαζί του χαρτιά, ταυτότητα, λεφτά και ό,τι σκέφτηκε εκείνη την ώρα κι έφυγε σαν αστραπή...
1.100 χιλιόμετρα! Είχε όλο τον καιρό μπροστά του, ο μεσήλικας Πέτρος Ραβούσης, να σκεφτεί, να θυμηθεί, να κρίνει όλη toy τη ζωή. Μια ζωή όλο δουλειά· απ’ τα δεκάξι του χρόνια μέσα στο ίδιο εργοστάσιο. Μια μονότονη ζωή που το μόνο που άλλαζε ήταν οι προαγωγές του. Μια ζωή που ίσως δεν είχε νόημα πια…
180 χιλιόμετρα την ώρα, 200 καμιά φορά, έτριζε τ’ αυτοκίνητο.
«Να φτάσω! Να δω το γιό μου. Τον μονάκριβό μου.» Δεν έβλεπε άλλο τίποτα· μόνο τα σύνορα.
«Φτάνω;»Δώδεκα ώρες δουλειά τη μέρα. Εκείνη η Δευτέρα θα ήταν η μόνη μέρα, εδώ και 34 χρόνια, που θα ήταν αδικαιολογήτως απών από την εργασία του. Ρομποτάκι σωστό, αλάνθαστο, κάθε μέρα την ίδια δουλειά.
Υπεύθυνος παραγωγής.
«Εγώ θα βάλω την υπογραφή μου για να φύγει το εμπόρευμα.»Αν δεν υπέγραφε αυτός, τίποτα δεν έβγαινε έξω απ’ το εργοστάσιο.
«Να δουλεύουν καλά!» Αυστηρός με τους υφισταμένους του, ήθελε την τέλεια δουλειά. Απαιτούσε να δίνουν οι εργαζόμενοι και την ψυχή τους ακόμα.
«Δεν θέλω λάθη», φώναζε απ’ το πρωί ως το βράδυ.
Άλλωστε και οι προϊστάμενοί του ήταν αυστηροί μαζί του:
«Δεν θέλουμε να γίνουμε ρεζίλι στους ξένους. Θα πάψουν να αγοράζουν από μάς. Μη φύγει τίποτα χαλασμένο απ’ αυτά που γίνονται εξαγωγή. Για τα δικά μας δεν πειράζει!»
Κι εκείνος έτρεχε πάνω - κάτω σ’ όλα τα πόστα για να δει, να πιάσει με τα χέρια του, να ελέγξει.
«Είναι καλά; Δουλεύουν σωστά;»Γι αυτό και η αμοιβή του ήταν απ’ τις υψηλότερες. Έκανε καλή δουλειά.
Τώρα όμως, που είχε ξεσπάσει ο πόλεμος, τώρα όλες οι δουλειές έκοψαν. Μόνο η δική του δουλειά δε σταμάτησε. Συνέχισε να δουλεύει και μάλιστα, περισσότερο από πριν.
Οδηγούσε και μονολογούσε: «
Ο γιος μου, ο μονάκριβός μου, με ρώτησε: ‘‘Γιατί μπαμπά γίνεται πόλεμος;’’ τότε, πριν δώδεκα χρόνια που ήταν οκτώ χρόνων, και του απάντησα: ‘‘Αν δεν υπάρχει ο πόλεμος, παιδί μου, δεν έχει αξία η ειρήνη.’’ Άραγε καταλάβαινε τότε τι του έλεγα; Γρήγορα να φτάσω…»
Πάταγε γκάζι να φτάσει, να δει, να μάθει. Περνούσαν τα χιλιόμετρα και νόμιζε πως ακόμα δεν ξεκίνησε. Νόμιζε πως είδε ένα κακό όνειρο. Αλλά όχι, την τουφεκιά την άκουσε, κι ας ήταν 1100 χιλιόμετρα.
- Ανοίξτε! Θέλω το διοικητή. Πέτρος Ραβούσης απ’ το Κέντρο.
- Περάστε.
- Κύριε διοικητά, ο γιος μου που είναι;
- Δυστυχώς...
Αυτό το «Δυστυχώς» ήταν η δεύτερη τουφεκιά που τον βρήκε ίσια στην καρδιά.
- Τι όπλο τον χτύπησε κ. Διοικητά;
- ..........!
- Τι όπλο;
- ΕΤ-47… !
- Ώστε,
δουλεύουν καλά, κύριε Διοικητά.
Σωστά υπέγραφα! Δουλεύουν καλά…