Τρίτη 25 Μαρτίου 2008
Μπαρόλογα...
Το προηγούμενο βράδυ είχε βγει με τους φίλους του. Όχι, όχι αντροπαρέα· και γυναίκες μαζί. Ήταν μάλιστα κι άλλες τρεις από το χορευτικό, άγνωστες για τους υπόλοιπους άντρες.
Γρήγορα έγιναν μια εύθυμη παρέα που άδειαζε αστραπιαία τα ποτήρια της λες και είχε άγχος μην τελειώσει το ποτό· μην έρθουν άλλοι και το πιουν!
Μετά τις απαραίτητες συστάσεις και όταν ήρθαν τα δεύτερα και τα τρίτα, χαλάρωσε η παρέα και είπε εκείνος το πρώτο ανέκδοτο: «Ήταν ένας Ιταλός...»
- Ξέρω κι εγώ ένα καλό, είπε ο δεύτερος: «Μια φορά...»
Η παρέα έδενε· περνούσε όλα τα τεστ. Αλλά μετά από λίγη ώρα, ξαφνικά, βουβάθηκε. Ξέρετε, αυτή η βουβαμάρα, που απλώνεται όταν εξαντλούνται τα ανέκδοτα, οι φιλοφρονήσεις, οι δοκιμές και τα κουτσομπολιά.
Και τώρα;
Τη σιωπή έσπασε ο «πολυταξιδεμένος». Στο τραπέζι πλέον, εκτός από τα τέταρτα και πέμπτα ποτά, έπεσε ένα θέμα σοβαρό, έτσι για να δοκιμαστεί η παρέα και στα δύσκολα:
«Στο Βέλγιο, όταν δουν πεζό οι οδηγοί, σταματάνε ακαριαία. Όχι όπως εδώ, που βρίζουμε και μου-τζώνουμε: "Πού πας κυρά μου με το καροτσάκι; Εδώ περνάω εγώ, είσαι επικίνδυνη”».
Ο πιο ψύχραιμος πήρε το λόγο παραγγέλνοντας ταυτόχρονα, ένα ακόμη γύρο: «Μια μέρα που πήγαινα τα παιδιά μου στο σχολείο κινδυνεύσαμε να γίνουμε αλοιφή κάτω από ένα φορτηγό που κατέβαινε τη λεωφόρο. Τι να σου κάνουν και οι σχολικοί τροχονόμοι...;»
Εκείνος δεν είχε ανάλογη εμπειρία. Καρφώθηκε όμως στο μυαλό του ότι πρέπει να σέβεται τους πεζούς και να τους παραχωρεί προτεραιότητα. Άνθρωπος με βαθιά συναίσθηση του καθήκοντος εκείνη τη στιγμή, ανάμεσα σε ποτά και σε σφηνάκια, αποφάσισε: «Από αύριο θα προσέχω περισσότερο. Αν δεν αλλάξουμε ένας - ένας δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα στην Ελλάδα μας».
Και ήρθε το «αύριο». Και μαζί του έφερε και την πολυπόθητη ευκαιρία για να αποδείξει πόσο άλλαξε: Επιστρέφει από τη δουλειά του. Κατεβαίνει την κεντρική λεωφόρο - στο τρίτο στενό θα έστριβε δεξιά - και ένας ηλικιωμένος περιμένει στη γωνία με τσάντες από το σουπερ-μάρκετ φορτωμένος, να σταματήσει η κυκλοφορία των αυτοκινήτων για να περάσει απέναντι.
Σταδιακά άρχισε να ελαττώνει ταχύτητα για να καταλάβει ο ηλικιωμένος και να του δώσει το περιθώριο να περάσει. Όσο πλησίαζε, τόσο ελάττωνε ταχύτητα. Κι όταν έφτασε σχεδόν δίπλα του, έσκυψε το κεφάλι για να τον διακρίνει και να του κάνει νόημα, ευγενικά, με το χέρι να περάσει. Τον πρόλαβε όμως ο συμπαθής γεράκος:
«Άντε βρε μακάκα! Σε βλέπω από πάνω και περιμένω να περάσεις τόση ώρα! Κόπηκαν τα χέρια μου να κρατάω τις τσάντες...»!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)